ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΜΙΑ ΠΙΝΕΛΙΑ
Με την πάροδο του χρόνου πολλά άλλαξαν. Άλλαξαν οι συνήθειες άλλαξαν όμως και οι άνθρωποι. Σκηνές κάπου άγνωστες για πολλούς αρκετά νοερές για κάποιους άλλους.
Καλοκαίρια του άλλοτε. Όχι πολύ μακρινά. Γύρω στην 10ετια του 60.
Έσφυζε ο τόπος από μια άλλη μορφή ζωής πιο απλής πιο αγνής πιο ανθρώπινης θα μπορούσες να πεις.
Τα καντούνια μοσχομύριζαν τηγανιτές πατάτες και πιπεριές και συναγωνιζόταν αυτά που επικρατούσε η μυρωδιά του τηγανητού γαύρου, της σαρδέλας, ή του μπριάμ στο τηγάνι ή στην κατσαρόλα στην «γκαζιέρα». Η παστιτσαδα δε ήταν αυτή που επικρατούσε κάθε γιορτή και κάθε Κυριακή. Ιδιαίτερα το δεκαπενταύγουστο, ο κόκορας παστιτσάδο έπαιρνε και έδερνε.
Οι φούρνοι γέμιζαν από τα ταψιά των νοικοκυριών για να ψήσουν τα φαγητά τους (τότες βλέπετε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες). Παντού ανά την πόλη το πρωί, θα συναντούσες τον αυγουλά, τον πλανόδιο μανάβη ή τον ψαρά που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους συναγωνιζόμενοι τα όσα αγαθά είχαν προς πώληση τα μανάβικα και τα ψαράδικα μαζί τους και ο παλιατζής. Η πιάτσα γεμάτη κόσμο να ψωνίσει κάτι το χρειαστο, αν στα μαγαζιά της γειτονιάς του η τιμή αλλά και το είδος δεν ήταν συμφέρον. Πολλοί ήταν αυτοί που έφταναν μέχρι το Νέο Φρούριο στην λαϊκή για να προμηθευτούν κυρίως φρούτα και λαχανικά αφού διαπίστωναν πιο συμφέρουσες τις τιμές τους. Τότες ορισμένοι συνήθιζαν να ζυγίζουν ακόμα με την οκά και να μετρούν με την γιάρδα (ανεξάρτητα με το ότι το κιλό και το μέτρο είχε μπει για τα καλά στην ζωή μας).
Όλα τα κουρτελατσα στην Γαρίτσα, στην σκαλίτσα, στην σκάλα του Δημάρχου και στον μύλο ήταν γεμάτα λουόμενους όπως και στα Μπάνια τ Αλέκου και στην πλαζ του Μον Ρεπό. Αν δε ήταν Κυριακή ή αργία, όλος ο κόλπος της Γαριτσας αλλά και γύρω από το Βίδο ήταν γεμάτος βάρκες για ψάρεμα.
Άξια αναφοράς είναι και η εικόνα που τα παιδιά του Οικοτροφείου κάθε μέρα συντεταγμένα στα τμήματα τους πήγαιναν με την καθοδήγηση των εκπαιδευτών τους για μπάνιο στην δεξιά παραλία που υπήρχε στον χώρο του ΝΑΟΚ κατεβαίνοντας μια πέτρινη σκάλα που υπήρχε εκεί πριν την διαμόρφωση του χώρου (Διευκρινίζουμε πως το Οικοτροφείο στεγαζόταν στο κτίριο της Ρολινας που βρίσκεται δίπλα από το Κόρφου Παλλάς).
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τον ρόλο της Κόντρα Φοσα όπου με μηχανοκίνητες βάρκες αλλά και με κουπιά μετέφεραν τον κόσμο πίσω από το Π. Φρούριο στο Κάβο Σίδερο ή στα παράλια του Βίδο για να κάνει το μπάνιο του.
Απ' ενωρίς το απόγευμα η Σπιανάδα γέμιζε από κόσμο και όσο περνούσε η ώρα οι φωνές των παιδιών όλο και αύξαναν. Όλη η πλατεία -κυρίως η Πάνω (Τότε λέγαμε πάμε στην Σπιανάδα, στην Πάνω ή Κάτω Πλατεία και όχι στην πλατεία Λιστόν που κάποιοι ανίδεοι προσπαθούν να επιβάλουν αφού έτσι τους αρέσει.)
Εκεί λοιπόν στην Σπιανάδα κάθε απόγευμα συναντούσες ένα μελισσολόι παιδιών που παρέες- παρέες αγόρια και κορίτσια η και ανάμεικτα έπαιζαν το παιγνίδι της αρεσκείας τους.
Τα: «τυφλόμυγα», «περνά περνά η μέλισσα», «κλέφτες και αστυνόμοι», «τσιλικι», «δεν περνάς κυρά Μαρία», «πουν το πουν το το δακτυλίδι», «κρυφτό», «ξατρεχατο», «κουτσό», «σχοινάκι» ήταν τα πιο δημοφιλή χωρίς φυσικά να εξαιρεθεί και μια παρτίδα κρίκετ με αυτοσχέδιες πάλες στον χώρο που σήμερα βρίσκεται το Μνημείο της Ένωσης (Τότε εκεί βρισκόταν συγκεντρωμένες όλες οι μαρμάρινες προτομές επιφανών προσώπων της Κέρκυρας -που αργότερα σκόρπισαν δεξιά και αριστερά- μέσα σε ένα καταπράσινο σύμπλεγμα-φράχτη από λέανδρους, αγγελικές και άλλα θαμνοειδή φυτά και πολύχρωμα λουλούδια). Μπροστά λοιπόν απ' αυτό το κηπαριο γινόταν οι αγώνες κρίκετ 25-25 10-10 όπως έβγαινε αρκεί να έπαιζαν όλα τα παιδιά.
Αλησμόνητα όμως παραμένουν και τα παιγνίδια που γινόταν δεξιά και αριστερά των σκαλοπατιών στις «ξαγλιστρες» (όπως συνήθιζαν να ονομάζουν τα πέτρινα διαζώματα της σκαλίναδας).
Αρκετοί ήταν και αυτοί που προτιμούσαν το ποδόσφαιρο κοντά στην κατουριστρα και ας φώναζε ο συμπαθείς κατά τα άλλα επιστάτης της.
Όμως και ο παιδονόμος είχε τον δικό του ρόλο στην τήρηση της τάξεως -κυρίως στην Κ. Πλατεία που οι ποδοσφαιρικοί αγώνες έδιναν και έπαιρναν (ακόμα και αν κάποια στραβοκλωτσια είχε σαν θύμα τον δίσκο κάποιου σερβιτόρου το τραπέζι και ότι είχε επάνω του ή τα άτομα που κάθονταν σε κάποιο καφενείο του Λιστόν (Η λέξη καφετέρια προστέθηκε αργότερα λόγω της εξέλιξης).
Καφενεία δεν υπήρχαν μόνο στο Λιστόν ( του Ζούμπου, το Κάπρι, το Αστόρια, το Κόρφου, το Ευρώπη -που η φήμη των παρτίδων μπρισκουλας, πρέφας, κοντσίνας και τάβλι κυριαρχεί μέχρι και σήμερα- και του Ζησιμου). Ήταν και στην Πάνω Πλατεία. Του Βέλλα, του Ανδρόνικου, του Μίμη και που αποτελούσαν και αυτά μια εστία συνάθροισης των μεγαλύτερων για να μιλήσουν, να πιούν την τσιτσιμπυρα ή την γκαζόζα τους να φάνε ένα δροσερό παγωτό κασάτα, έστω και μια μπύρα ή ένα ουζάκι. Εκεί κατέληγαν και ορισμένα από τα παιδιά για να ξεκουραστούν λίγο και πάρουν νέες δυνάμεις τρώγοντας μια βανίλια ή ένα λουκούμι.
Υπήρχαν όμως και τα «ζωηρά» παιδιά που έκαναν λίγο περισσότερη φασαρία. Προτιμούσαν να παίζουν τους Ρωμαίους ή τους στρατιώτες για αυτό πάντα φρόντιζαν να έχουν μαζί τους κανένα ξύλινο σπαθί. κάποιο κοντόξυλο για ακόντιο, κανένα παλιοκαπακι κατσαρόλας για ασπίδα ή κάποιο υποτυπώδες όπλο για να φυλάξουν σκοπιά ή να παίξουν πόλεμο. Έδρα τους η Στέρνα όπως την λέγανε παλιά (δηλ. το Μνημείο Μαιτλαντ). Άλλα λιγότερο ζωηρά (επηρεασμένα από την παρουσία των Ευζώνων στο Παλάτι) προτιμούσαν να τους μιμούνται (αφού προηγουμένως είχαν πάει να δουν την έξοδο των Ευζώνων από το Π. Φρούριο και την αλλαγή φρουράς).
Και ενώ όλη η πλατεία είχε γεμίσει με τις χαρούμενες παιδικές φωνές ξάφνου σαν δια μαγείας όλα σιγούσαν. Ήταν η στιγμή που ακουγόταν η σάλπιγγα από τις επάλξεις του φρουρίου για την υποστολή της Σημαίας. Όλοι στρεφόταν προς το μέρος του ιστού και κάθονταν προσοχή μαζί με αυτούς που ήδη είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες τους. Ακόμα και τα λίγα οχήματα που υπήρχαν αυτή την στιγμή σταματούσαν...
Και ενώ μετά την υποστολή όλα άρχιζαν να βρίσκουν ξανά τον δρόμο τους ένα μεγάλο "ΑΑΑΑ" ακουγόταν. Ήταν το επιφώνημα χαράς των παιδιών που άναβαν τα φώτα στην Σπιανάδα.
Όταν βράδιαζε από τα καφενεία περνούσε ο Βάγγος όπως τον φώναζαν, με το ακορντεόν ή την κιθάρα του (υποβασταζόμενος από ένα παιδί αφού ήταν τυφλός) να τραγουδά το «Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε...» Κάπου εκεί ερχόταν ο Μάνθος και ο Λέων με τα κοφίνια τους, που πούλαγαν ξηρούς καρπούς.
Πολλά από τα παιδιά εντωμεταξύ είχαν ήδη φύγει από την πλατεία για να πάνε σινεμά (αν φυσικά το έργο ήταν κατάλληλο) . Τρεις ήταν τότε οι θερινοί κινηματογράφοι, ο Ορφέας, η Όασις και ο Φοίνικας (το Άλσος το Παλλάς και το Ναυσικά υπήρξαν αρκετά χρόνια αργότερα).
Αξέχαστα θα μείνουν τα καροτσάκια που στέκονταν στον κάτω χώρο της Πάνω Πλατείας για να πουλήσουν κάτω από το φως του Καρμπουρου πασατέμπο, στραγάλια, γλειφιτζούρια -κυρίως κοκοράκια- στον κόσμο που βόλταρε πάνω-κάτω στην πλατεία και στην πιάτσα.
Υπήρχε δε τότε μια δεδομένη συνήθεια των δύο Φιλαρμονικών της πόλης (Παλαιά και Μάντζαρος) κάθε Τετάρτη και Σαββατοκύριακο να δίνουν συναυλία στο πάλκο (και όχι στο πάρκο που πολλοί γραμματιζούμενοι λένε). Και να ο κόσμος στεκομενος όρθιος γύρω-γύρω απολάμβανε τα μουσικά κομμάτια προτιμώντας να περπατά περιμετρικά και να τα σιγοτραγουδά.
Αναφορά αξίζει να γίνει και για τα όσα γινόταν στο πίσω μέρος του Φοίνικα παράλληλα με το σινεμά, με τον Κωστή να δίνει μια χολιγουντιανή νότα στην βραδινή καλοκαιρινή Κέρκυρα.
Από τον Ιούνιο μήνα μικροπωλητές έχοντας και αυτοί για συντροφιά το φως του καρμπουρου τους συνήθιζαν να στήνουν τον πάγκο τους κοντά στα σινεμά. «Τσίκι Τσάκα τα ψημένα» και όλο και κάποιος ερχόταν για να αγοράσει ένα.
Αν ερχόταν και ο Αύγουστος, το τι γινόταν καθόλο το μήκος στο πεζοδρόμιο της οδού Ακαδημίας από τους μικροπωλητές με τα παυλοσυκα που είχαν μέσα στα κοφίνια. «Ένα φράγκο, δέκα» και «Φρεσκαμεντο παυλοσυκα» φώναζαν και τα πουλούσαν με το τέλος της κάθε παράστασης (σήμερα ίσως να έχει δέκα ευρώ το ένα!!!).
Αυτός ο μήνας ήταν ο καλύτερος για τους Κερκυραίους αφού σε αυτόν στις 11 του μήνα ήταν η επέτειος του θαύματος του Αγίου μας που έδιωξε τους Τούρκους από την Κέρκυρα το 1716 και στις 15 η κοίμηση της Παναγίας. Όλοι έβαζαν τα καλά τους και πήγαιναν να δουν την λιτανεία του Πολιούχου μας και το βράδυ στις αγρυπνίες που γίνονται προς Τιμή Του ( αφού μετά την λιτάνευση ο Άγιος παραμένει επί τριήμερο στη Θύρα Του), ενώ την παραμονή της εορτής και ανήμερα πήγαιναν τόσο στο Μανδούκι (που γίνεται η λιτάνευση του Επιταφίου της Παναγίας και το πανηγύρι) όσο και στην ιστορική Ιερά Μονή της Πλατυτέρας για να προσευχηθούν και προσκυνήσουν την Χάρη Της.
Έτσι σαν μια πινελιά σας μεταφέρουμε όλες αυτές τις εικόνες. Είναι οι εικόνες μιας εποχής που παραμένουν ακόμα ανεξίτηλες και αναφέρονται σε μια Κέρκυρα τελείως διαφορετική απ' αυτήν που τώρα ζούμε. Όλα έχουν αλλάξει σήμερα και όλα έχουν διαφοροποιηθεί τίποτα δεν θυμίζει το χθες αφού νέα δεδομένα και νέες ανάγκες εισήλθαν στην ζωή μας και την κατέλαβαν. Μοντερνισμός, νεοπλουτισμός, εφήμερα χρόνια; ΕΙΔΩΜΕΝ...